- σμόκιν
- το(λ. αγγλ.), άκλ., είδος επίσημου ενδύματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμόκιν — το, Ν άκλ. επίσημο ανδρικό ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. smoking < ρ. smoke «καπνίζω». Το ένδυμα αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω τού ότι αρχικά δήλωνε το σακάκι που φορούσαν για το κάπνισμα μετά το δείπνο] … Dictionary of Greek
γραβάτα — Λωρίδα υφάσματος με ποικίλο μέγεθος και σχήμα, που τυλίγεται και δένεται γύρω από τον λαιμό. Η καταγωγή της γ. είναι πολύ παλιά και μπορεί να αναζητηθεί στο ρωμαϊκό focale (είδος μάλλινου λαιμοδέτη που χρησιμοποιούσαν κυρίως ηλικιωμένα και… … Dictionary of Greek